εμπράγματα δικαιώματα

εμπράγματα δικαιώματα
Τα ιδιωτικά δικαιώματα, τα οποία παρέχουν άμεση εξουσία πάνω σε ένα πράγμα. Κύριο χαρακτηριστικό της εξουσίας αυτής είναι ότι μπορεί να στραφεί εναντίον όλων, γι’ αυτό και, υπό αυτή την έννοια, τα ε.δ. ονομάζονται και απόλυτα, σε αντίθεση με τα ενοχικά δικαιώματα, που δημιουργούν προσωπική σχέση ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα μέρη. Τα ε.δ. αναφέρονται στον Α.Κ. περιοριστικά. Κατά συνέπεια, η δημιουργία άλλων με ιδιωτική πρωτοβουλία δεν αναγνωρίζεται. Τα ε.δ., σύμφωνα με τον A.K., είναι: η κυριότητα, οι δουλείες, το ενέχυρο και η υποθήκη. Στο ρωμαϊκό δίκαιο τα ε.δ. ήταν περιορισμένα (κυριότητα, εμφύτευση, επιφάνεια, δουλείες, εμπράγματη ασφάλεια). Το σύστημα αυτό (numerus clausus) ισχύει επίσης στη Γερμανία, στην Ελβετία, στην Αυστρία, στη Σουηδία, στην Ιαπωνία κ.α. Άλλα ε.δ. μπορούν να δημιουργηθούν με νόμο, γιατί δεν υπάρχει συνταγματικός περιορισμός, αλλά δεν δίνεται η δυνατότητα στους ιδιώτες να δημιουργήσουν με συμφωνία άλλες μορφές ε.δ. Μια τέτοια συμφωνία θα ήταν άκυρη ή θα μπορούσε να δημιουργήσει και ενοχικές σχέσεις ανάμεσα στους συμβαλλόμενους, αν υπήρχαν τα αναγκαία στοιχεία της πρόθεσης και της δήλωσης βούλησης για την ίδρυση μιας τέτοιας σχέσης μεταξύ τους. Η ρύθμιση των ε.δ. από τον νόμο αφορά το περιεχόμενο των ε.δ. και τις έννομες συνέπειες των εμπράγματων δικαιοπραξιών, οι οποίες δεν μπορούν να εξαρτηθούν από τη θέληση των μερών μιας σχετικής σύμβασης. Ωστόσο, υπάρχει μια ευρύτητα στα πλαίσια του περιεχομένου των δουλειών, για τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν την έκταση και το περιεχόμενό τους, και ειδικότερα την ωφέλεια του κτήματος που δεσπόζει (στην περίπτωση πραγμάτων) ή του δικαιούχου (στην προσωπική δουλεία). Ευχέρεια υπάρχει επίσης και στην έκταση του δικαιώματος του ενεχυρούχου πιστωτή. Η κυριότητα, που είναι και το σημαντικότερο ε.δ., και η υποθήκη έχουν απόλυτα καθορισμένο περιεχόμενο από τον νόμο. Τα ε.δ., ανάλογα με το περιεχόμενό τους, διακρίνονται σε δ. χρήσηςκάρπωσης (δουλείες, εμφύτευση, επιφάνεια), σε δ. αξιοποίησης (ενέχυρο, υποθήκη) και σε δ. κτήσης (κυριότητα). Ως προς το αντικείμενο διακρίνουμε τα κινητά, που γίνονται αντικείμενο επικαρπίας και ενεχύρου, και τα ακίνητα, που είναι αντικείμενο όλων των δουλειών, της υποθήκης και παλαιότερα της εμφύτευσης και της επιφάνειας. Αντικείμενο κυριότητας είναι όλα τα πράγματα, κινητά και ακίνητα. Υπάρχουν και ε.δ. πάνω σε άλλα δικαιώματα, τα οποία είναι η επικαρπία και το ενέχυρο. Για τη σύσταση, τη μετάθεση, την αλλοίωση ή την κατάργηση ε.δ., όταν πρόκειται για ακίνητα, ο νόμος επιβάλλει να γίνεται με συμβολαιογραφική πράξη. Αντικείμενο ε.δ., όπως για παράδειγμα ενεχύρου, επικαρπίας ή κυριότητας σε περίπτωση ομάδας πραγμάτων ή περιουσίας είναι ένα από τα πράγματα που την απαρτίζουν. Ως ε.δ. νοείται η σχέση του προσώπου με το συγκεκριμένο πράγμα. Υπάρχει διαφορά του ε.δ. με την πραγματική (de facto ή μέσα στα πλαίσια μιας έννομης σχέσης) εξουσίαση του προσώπου πάνω σε ένα πράγμα, για την οποία ο νόμος επίσης προβλέπει έννομες συνέπειες (π.χ. νομή, κατοχή, χρήση κλπ.). Η διαφορά βρίσκεται στην πραγματική και στη νομική εξουσίαση του πράγματος, που συνυπάρχουν σε ομαλή κατάσταση ως προς το δικαίωμα της κυριότητας, της οποίας η νομή, η κατοχή και η χρήση σε ανάλογη διαβάθμιση αποτελούν το υλικό στοιχείο της (corpus) ή και το βουλητικό (animus domini) για τη νομή, αλλά δεν περιλαμβάνει και τη νομική κατάσταση του ε.δ. Το σπουδαιότερο ε.δ., η κυριότητα, αποτελεί ένα από τα ατομικά δικαιώματα που προστατεύει το Σύνταγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυριότητα — (Νομ.). Το εμπράγματο δικαίωμα με το οποίο εκφράζεται η πλήρης εξουσία ενός προσώπου πάνω σε ένα πράγμα. Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας (Α.Κ.) –αντίθετα με άλλους ευρωπαϊκούς– δε δίνει τον ορισμό της κ. Το ίδιο συμβαίνει και με το ρωμαϊκό δίκαιο, αν …   Dictionary of Greek

  • πιστωτικός τίτλος — Έγγραφο με τύπο καθορισμένο από τον νόμο, στο οποίο είναι ενσωματωμένο το δικαίωμα που μνημονεύεται σ’ αυτό. Ο π.τ. έχει την πολύτιμη ιδιότητα να είναι αντικείμενο εύκολης διαπραγμάτευσης, επειδή το δικαίωμα που είναι ενσωματωμένο σε αυτόν είναι… …   Dictionary of Greek

  • ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… …   Dictionary of Greek

  • εξάβιβλος — Το σημαντικότερο νομικό έργο του βυζαντινού νομοφύλακα και κριτή (αξίωμα αντίστοιχο με το σημερινό του προέδρου Εφετών) της Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου. Συντάχθηκε το 1344 45, όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Ιωάννης Ε’… …   Dictionary of Greek

  • πνευματική ιδιοκτησία — Η προστασία που παρέχεται από την εσωτερική και τη διεθνή έννομη τάξη στα έργα του πρωτότυπου επιστημονικού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα. Η προστασία αυτή αναφέρεται τόσο στην ακεραιότητα και στην οικονομική χρησιμοποίηση του έργου, όσο και στην… …   Dictionary of Greek

  • ρωμαϊκό δίκαιο — Κατά τη στενότερη εκδοχή ο όρος «ρωμαϊκό δίκαιο» δηλώνει το νομικό σύστημα που διαπλάστηκε από την ίδρυση της Ρώμης (8ος αι. π.X.) έως το έτος 565 μ.Χ. (χρονολογία του θανάτου του Ιουστινιανού). Από άποψη γενικότερης ιστορικής σημασίας, το ρ.δ.… …   Dictionary of Greek

  • εμπράγματος — η, ο 1. που αναφέρεται στα πράγματα, πραγματικός, αντικειμενικός. 2. (νομ.), «εμπράγματο δίκαιο», το σύνολο των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις οι οποίες αναφέρονται στα «εμπράγματα δικαιώματα» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”